- θαλασσοβίωτος
- θᾰλασσο-βίωτος [ῐ], ον,A living on or by the sea, App.Pun.89:—also [suff] θᾰλασσό-βῐος, ον, Sch.Opp.H.2.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θαλασσοβίωτος — θαλασσοβίωτος, ον (Α) αυτός που εξασφαλίζει τα αναγκαία για να ζήσει από τη θάλασσα, ο θαλασσόβιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + βιωτός (< βιώ < βίος), πρβλ. α βίωτος, ευ συμ βίωτος] … Dictionary of Greek
θαλασσοβιώτοις — θαλασσοβίωτος living on masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλασσοβίωτοι — θαλασσοβίωτος living on masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)